- πασχητιασμος
- πασχητιασμόςὁ одержимость противоестественными страстями Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] … Dictionary of Greek
πασχητιασμούς — πασχητιασμός unnatural lust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασχητιασμόν — πασχητιασμός unnatural lust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)